αναγνώριμος
Смотреть что такое "αναγνώριμος" в других словарях:
αναγνώριμος — και ανεγνώριμος, η, ο (Α ἀναγνώριμος) αυτός που δεν τόν αναγνωρίζει κανείς ή τόν αναγνωρίζει με δυσκολία λόγω αλλοιώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + γνώριμος] … Dictionary of Greek